Τις τελευταίες δύο μέρες τριγυρνάει η σκέψη σου τη σκέψη μου. Και να κάπως, πως συντάχτηκε το όνειρο σε πρόταση και η ύπαρξη σου μέσα μου σε κείμενο.
Ήξερα μια μέρα πως θα ερχόσουν και ήρθες, μετά από 4 χρόνια. Φόραγες τη μπεζ κοτλέ σαλοπέτα σου και κρατούσες την τσάντα που τώρα κρατάει ο Ά., την τσάντα που αγοράσαμε μαζί, εκείνη τη συννεφιασμένη μέρα στην Αγγλία τρέχοντας να αποφύγουμε τους αστικούς μύθους της πόλης. Τότε που μέναμε μαζί.
Ήξερα μια μέρα πως θα ερχόσουν. Σε περίμενα καιρό. Φορούσα το μαντήλι που μου είχες αγοράσει πηγαίνοντας προς το πλοίο για την Αντίπαρο.
Ήρθες και με βρήκες. Ακολούθησα το χαμόγελο σου και βγήκαμε μαζί στους γνωστούς δρόμους της γειτονιάς μας.
Περπατήσαμε μαζί τις ανηφόρες, δεν έσκυψα όπως συνήθως και συνεχίσαμε προς το σπίτι που θύμιζε και πάλι σπίτι. Πέρασες μόνο σου το δρόμο, σε ακολούθησα μα κανένας δρόμος δε μας χώριζε, κανένας φόβος. Το ρολόι που θύμιζε και πάλι ρολόι γυρνούσε αντίστροφα. Βρεθήκαμε στην αυλή, καθίσαμε στην κούνια κοιτάζοντας τα φύλλα των δέντρων να κουνιούνται. Τα μάτια τα ήξεραν όλα και οι συνθήκες επιτέλους πήραν τις σωστές διαστάσεις. Δε χρειαζόταν να πούμε τίποτα, ακόμα κι αν ο χρόνος της απόστασης ήταν γνωστός. Η χαρά των ματιών γέμιζε κάθε κενό ακόμα κι αν είχε περάσει τόσος καιρός. Υπήρχε ένα διάχυτο χρυσαφί φως που φώτιζε τα πρόσωπα μας προσθέτοντας ένα άσπρο χνούδι στο περίγραμμα τους.
Άνοιξα τα μάτια μου για λίγα δευτερόλεπτα. Παντού απλώθηκε η λέξη ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ. Ένα μου λεί-πεις πρόλαβα να συλλαβίσω και χάθηκες. Όσο δε φοβήθηκα στο δρόμο, τόσο ένιωσα την λέξη χωρισμό, το σχίσιμο και τον αριθμό δυο να γίνεται ένα και την αμηχανία να απλώνεται μέσα μου. Οι σκέψεις ψάχνουν να βρουν τις λέξεις να περιγράψουν το συναίσθημα αυτό που σε ποιήματα συναντά κανείς. Μα μόνο επιφωνήματα. Ένα θαυμαστικό, μα κανένα ερωτηματικό να ξεκλειδώσει την επόμενη πόρτα.
Ακόμα είναι τα μάτια μου υγρά, αλλά δε κλαίω. Να ξανάρθεις.